διασκεδαστής


διασκεδαστής
Προφορά

Ετυμολογία
διασκεδαστής μεταγενέστερη ελληνική διασκεδαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διασκεδαστής

✦ θηλ. διασκεδάστρια που αγαπά τις διασκεδάσεις, γλεντοκόπος
✦ διασκεδαστικός
✦ (απόδ. του αγγλικά entertainer) καλλιτέχνης που παρουσιάζει, ερμηνεύει θεατρικό ή μουσικό ψυχαγωγικό πρόγραμμα: ο Μαρίνος είναι ένας ξεχωριστός διασκεδαστής με πάθος και σπάνια ευσυνειδησία (Κ. Γεωργουσόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.