διαπλαστικός


διαπλαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαπλαστικός διαπλάσσω

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαπλαστικός -ή, -ό

✦ αυτός που διαπλάθει, που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση

Συνώνυμα
διαμορφωτικός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.