διαπλάτυνση


διαπλάτυνση
Προφορά

Ετυμολογία
διαπλάτυνση διαπλατύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαπλάτυνση

✦ διεύρυνση, πλάτεμα

Συνώνυμα
φάρδεμα
Αντίθετα
στένεμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.