διαπλάσσω


διαπλάσσω
Προφορά

Ετυμολογία
διαπλάσσω αρχαία ελληνική δια-πλάσσω

Ερμηνεία
διαπλάσσω

✦ κ. διαπλάθω ρ. (διέπλ-ασα, διαπλ-άστηκα, -ασμένος) διαμορφώνω ευμάλακτη ύλη
(μτφ. ) παιδαγωγώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.