διαπιστεύω
Προφορά
Ετυμολογία
διαπιστεύω αρχαία ελληνική δια-πιστεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαπιστεύω
✦ διορίζω διπλωματικό αντιπρόσωπο σε ξένο κράτος
✦ (μέσ.) διαπιστεύομαι, διορίζομαι διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–