διανοίγω


διανοίγω
Προφορά

Ετυμολογία
διανοίγω αρχαία ελληνική διανοίγω

Ερμηνεία
ρήμα διανοίγω

✦ δημιουργώ άνοιγμα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες συνδεμένες ή εφαπτόμενες επιφάνειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.