διανθράκωση


διανθράκωση
Προφορά

Ετυμολογία
διανθράκωση διά + ανθράκωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διανθράκωση

✦ (γεωλ.) ο εμπλουτισμός σε άνθρακα απανθρακωμένων φυτών και η ελάττωση των οργανικών συστατικών τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.