διαλογιστικός


διαλογιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαλογιστικός αρχαία ελληνική διαλογιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαλογιστικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να διαλογίζεται, συλλογιστικός, στοχαστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.