διαλογή
Προφορά
Ετυμολογία
διαλογή αρχαία ελληνική διαλογή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαλογή
✦ επιλογή, ξεδιάλεγμα
✦ διαλογισμός: που δεν ηξέρω πλέον στη διαλογή μου, πώς να σε πω: γυναίκα μου ή ψυχή μου; (Α. Λασκαράτος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–