διαλλαχτικός


διαλλαχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαλλαχτικός μεταγενέστερη ελληνική διαλλακτικός

Ερμηνεία
διαλλαχτικός

✦ κ. διαλλαχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασυμβίβαστος, αδιάλλακτος, άσπονδος
Επιρρήματα
διαλλακτικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.