διαλεκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
διαλεκτικός αρχαία ελληνική διαλεκτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαλεκτικός -ή, -ό
✦ ο της διαλέκτου, ο σχετικός με την άρθρωση του λόγου ή με κάποιο γλωσσικό ιδίωμα
✦ (για πρόσ.) ο ικανός συζητητής
✦ (φιλοσ.) που ακολουθεί τη μέθοδο της διαλεκτικής (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
διαλεκτικά (Κ διαλεκτικώς)