διαλεκτική


διαλεκτική
Προφορά

Ετυμολογία
διαλεκτική └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. διαλεκτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαλεκτική

✦ η τέχνη της ανταλλαγής λόγων (ιδεών, σκέψεων, επιχειρημάτων) κατά τις επιστημονικές και φιλοσοφικές συζητήσεις
✦ (κατά τον Χέγκελ) η πορεία ανάπτυξης μιας ιδέας μέσα από θέση, αντίθεση, σύνθεση
✦ (κατά τον Μαρξ) η διαδικασία ανάπτυξης των πραγμάτων, της ύλης, σε αντίθεση προς τον ιδεαλισμό του Χέγκελ, μέσα από θέση, αντίθεση, σύνθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.