διαλείπω
Προφορά
Ετυμολογία
διαλείπω αρχαία ελληνική διαλείπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαλείπω
✦ υπάρχω ή συμβαίνω κατά διαλείμματα, με διακοπές· εύχρ. ιδ. στη μτχ. διαλείπων, -ουσα, -ον: διαλείποντες πυρετοί – διαλείπων σφυγμός – διαλείπουσα χωλότης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–