διαλαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
διαλαλώ αρχαία ελληνική διαλαλέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαλαλώ -είς, -εί
✦ διακηρύσσω, ανακοινώνω μεγαλόφωνα: όχι μονάχα το πιστεύουνε στα κατάβαθά τους, μα και το διαλαλούνε φανερά πως είναι θεοί (Κ. Βάρναλης)
✦ διαφημίζω
✦ διαδίδω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–