διακόνημα
Προφορά
Ετυμολογία
διακόνημα αρχαία ελληνική διακόνημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διακόνημα
✦ υπηρεσία που προσφέρει κάποιος σε ανώτερο ή μεγαλύτερό του
✦ υπηρεσία που ανατίθεται σε μοναχό: δεν με κουράζει, βέβαια, το διακόνημα του βιβλιοθηκαρίου που μου έχει αναθέσει η μονή (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–