διακυβερνητικός
Προφορά
Ετυμολογία
διακυβερνητικός μεταγενέστερη ελληνική διακυβερνητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διακυβερνητικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στις σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων κρατών: διακυβερνητικές σχέσεις
✦ θηλ. διακυβερνητική ως ουσ., διάσκεψη των αρχηγών των κυβερνήσεων κρατών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–