διακρίνω
Προφορά
Ετυμολογία
διακρίνω αρχαία ελληνική διακρίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διακρίνω
✦ ξεχωρίζω, διαστέλλω
✦ αναγνωρίζω με τις αισθήσεις
✦ βλέπω ή ακούω: ήταν μακριά και δεν το διακρίναμε
✦ (μέσ.) διακρίνομαι, φαίνομαι
✦ διαπρέπω: παντού όπου είχε υπηρετήσει είχε διακριθεί (Άγγ. Βλάχος)
✦ χαρακτηρίζομαι από…: διακρίνεται για τη σεμνότητά της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–