διακοσμητικός


διακοσμητικός
Προφορά

Ετυμολογία
διακοσμητικός μεταγενέστερη ελληνική διακοσμητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διακοσμητικός -ή, -ό

✦ που χρησιμεύει για τη διακόσμηση
✦ (επομένως) δευτερεύων, όχι σημαντικός
✦ διακοσμητικές τέχνες, που έχουν σκοπό τη διακόσμηση ποικίλων αντικειμένων, ιδ. της καθημερινής ζωής

Συνώνυμα
εφαρμοσμένες τέχνες
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.