διακοσμήτρια


διακοσμήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
διακοσμήτρια διακοσμώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διακοσμήτρια

✦ θηλ. διακοσμήτρια ο κατ’ επάγγελμα ασχολούμενος με τη διακόσμηση, ιδ. εσωτερικών χώρων, ντεκορατέρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.