διακονιάρης


διακονιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
διακονιάρης μεσαιωνική ελληνική διακονιάρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διακονιάρης

✦ θηλ. διακονιάρα κ. διακονιάρισσα ζητιάνος

Συνώνυμα
ζήτουλας, ψωμοζήτης, επαίτης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.