διακλάδωση


διακλάδωση
Προφορά

Ετυμολογία
διακλάδωση διακλαδώνομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διακλάδωση

✦ χωρισμός σε κλάδους, σε δευτερεύουσες γραμμές ή διευθύνσεις
✦ τμήμα, κλάδος ή δευτερεύον μέρος ενός αποσχιζόμενου συνόλου: διακλάδωση σιδηροδρομικής γραμμής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.