διαζευγνύω
Προφορά
Ετυμολογία
διαζευγνύω αρχαία ελληνική διαζεύγνυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαζευγνύω
✦ (για πράγμ.) διαλύω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται: διέζευξαν τη γέφυρα
✦ (για πρόσ.) διαλύω το δεσμό του γάμου, χωρίζω κάποιον από τον ή την σύζυγο
✦ (μέσ.) διαζευγνύομαι, για συζύγους, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο
✦ μτχ. παθ. πρκμ. διεζευγμένος κ. διαζευγμένος (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–