διαδρομιστής


διαδρομιστής
Προφορά

Ετυμολογία
διαδρομιστής διάδρομος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαδρομιστής

✦ αυτός που συχνάζει στους διαδρόμους, στον προθάλαμο ισχυρών, ιδίως πολιτικών και φέρεται να γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα που συνήθως κρατούνται μακριά από τη δημοσιότητα: οι διαδρομιστές της βουλής ήταν σίγουροι ότι η συνάντηση έγινε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.