διαδραματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
διαδραματίζω μεταγενέστερη ελληνική διαδραματίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαδραματίζω
✦ μετέχω σε δράση
✦ παίζω κάποιο ρόλο
✦ (γ΄ πρόσ.) διαδραματίζεται ή διαδραματίζονται, συμβαίνει ή συμβαίνουν με δραματικό τρόπο: συγκλονιστικά γεγονότα διαδραματίστηκαν στην Περσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–