διαδοχή


διαδοχή
Προφορά

Ετυμολογία
διαδοχή αρχαία ελληνική διαδοχή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαδοχή

✦ ανάληψη της θέσης κάποιου από άλλον
✦ (ειδ.) άνοδος στο θρόνο
✦ μεταβίβαση δικαιώματος ή υποχρεώσεως: κληρονομική διαδοχή
✦ αλλεπάλληλη σειρά: η διαδοχή των γεγονότων – η εποχή του μεσοπολέμου φαίνεται σήμερα σαν μια ασυνάρτητη διαδοχή από στρατιωτικά κινήματα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. κατά διαδοχήν, διαδοχικά

Συνώνυμα
ακολουθία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.