διαδηλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
διαδηλώνω μεταγενέστερη ελληνική διαδηλόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαδηλώνω
✦ εκφράζω, διακηρύττω: ωστόσο σε κανέναν δε φαινότανε παράξενο που δεν έβγαινα να διαδηλώσω τις διαφωνίες μου (Γ. Σεφέρης)
✦ παίρνω μέρος σε διαδήλωση, πραγματοποιώ διαδήλωση: οι απεργοί διαδηλώνουν καθημερινά την αντίθεσή τους στην οικονομική πολιτική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–