διαγώνιος


διαγώνιος
Προφορά

Ετυμολογία
διαγώνιος μεταγενέστερη ελληνική διαγώνιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαγώνιος -α, -ο

✦ ο αγόμενος από μια γωνία σε άλλη απέναντι
✦ η διαγώνιος ως ουσ., ευθεία που συνδέει δύο απέναντι κορυφές πολυγώνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διαγώνια (Κ διαγωνίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.