διαγράφω
Προφορά
Ετυμολογία
διαγράφω αρχαία ελληνική διαγράφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαγράφω
✦ ιχνογραφώ, σχεδιάζω
✦ εκθέτω σε γενικές γραμμές με γραπτό ή προφορικό λόγο
✦ σβήνω, εξαλείφω, ακυρώνω: διαγράφονται τα χρέη των αγροτών
✦ διαγράφομαι, διαφαίνομαι: διαγράφονται ευοίωνες προοπτικές για την ελληνική οικονομία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–