διαγούμισμα
Προφορά
Ετυμολογία
διαγούμισμα διαγουμίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διαγούμισμα
✦ λεηλασία: αρχίσανε να στέλνουνε σεφέρια, πρώτα στις κοντινές κι αργότερα στις μακρινές χώρες, για κλεψιά και διαγούμισμα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
αρπαγή, κούρσεμα, πλιάτσικο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–