διαγουμιστής


διαγουμιστής
Προφορά

Ετυμολογία
διαγουμιστής διαγουμίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαγουμιστής

✦ ο άρπαγας, που λεηλατεί

Συνώνυμα
κουρσευτής, πλιατσικολόγος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.