διαβόητος
Προφορά
Ετυμολογία
διαβόητος μεταγενέστερη ελληνική διαβόητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαβόητος -η, -ο
✦ φημισμένος (με κακή έννοια): μια γυναίκα διαβόητη για την ομορφιά της και τη φιλαρέσκειά της (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
περιβόητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
διαβοήτως