διαβολίζω


διαβολίζω
Προφορά

Ετυμολογία
διαβολίζω διάβολος

Ερμηνεία
διαβολίζω

✦ κ. διαολίζω ρ. (διαβόλ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) κάνω κάποιον να εξοργιστεί, ερεθίζω, δαιμονίζω: να σας βουρλίσουνε, να σας διαβολίσουνε, να ξυπνήσει μέσα σας η ψυχή της Ελλάδας (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μέσ.) εξάπτομαι, εξοργίζομαι: διαολίστηκα από τη συμπεριφορά των υπαλλήλων στην Εφορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.