διαβλέπω


διαβλέπω
Προφορά

Ετυμολογία
διαβλέπω αρχαία ελληνική διαβλέπω

Ερμηνεία
ρήμα διαβλέπω

✦ διακρίνω, προβλέπω, καταλαβαίνω: δεν είχε διαβλέψει τους κινδύνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.