διαβιβάσιμος


διαβιβάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
διαβιβάσιμος διαβίβαση

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαβιβάσιμος -η, -ο

✦ αυτός που επιτρέπεται ή πρέπει να διαβιβαστεί: διαβιβάσιμη εντολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.