διαβεβαιωτικός


διαβεβαιωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαβεβαιωτικός μεταγενέστερη ελληνική διαβεβαιωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαβεβαιωτικός -ή, -ό

✦ που παρέχει διαβεβαίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διαβεβαιωτικά (Κ διαβεβαιωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.