διαβίβαση
Προφορά
Ετυμολογία
διαβίβαση διαβιβάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαβίβαση
✦ μεταβίβαση, μεταφορά
✦ πληθ. διαβιβάσεις, (στρατ.) ειδικό σώμα για τις τηλεπικοινωνίες του στρατού: υπηρέτησε στις διαβιβάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–