διήρης
Προφορά
Ετυμολογία
διήρης αρχαία ελληνική διήρης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διήρης -ης, -ες
✦ αυτός που έχει δυο σειρές κουπιά
✦ ειδ. θηλ. διήρης ως ουσ., πολεμικό πλοίο των αρχαία ελληνική Ελλήνων με δυο σειρές κουπιά στην κάθε πλευρά· πρβλ. τριήρης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–