διήμερος


διήμερος
Προφορά

Ετυμολογία
διήμερος δις + ημέρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ διήμερος -η, -ο

✦ που διαρκεί δύο ημέρες
✦ ουδ. το διήμερο(ν) ως ουσ., διάστημα δύο ημερών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.