διήθηση
Προφορά
Ετυμολογία
διήθηση μεταγενέστερη ελληνική διήθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διήθηση
✦ στράγγισμα, φιλτράρισμα |(ιατρ.) η διείσδυση κυττάρων σε ιστό του σώματος ή ο διαποτισμός ιστού από οργανικό υγρό (αίμα, πύον κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–