διέξοδος
Προφορά
Ετυμολογία
διέξοδος αρχαία ελληνική διέξοδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διέξοδος
✦ τόπος, σημείο απ’ όπου μπορεί κάποιος να περάσει, να διαφύγει
✦ (μτφ. ) μέσο ή τρόπος απαλλαγής, σωτηρίας
Συνώνυμα
δίοδος, πέρασμα ,διαφυγή
Αντίθετα
αδιέξοδο
Επιρρήματα
–