διέλευση
Προφορά
Ετυμολογία
διέλευση μεταγενέστερη ελληνική διέλευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διέλευση
✦ η πράξη του διέρχομαι, διάβαση, πέρασμα: με την ευκαιρία της διελεύσεως από την Αθήνα του Αμερικανού υπουργού..
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–