διάσπαρτος


διάσπαρτος
Προφορά

Ετυμολογία
διάσπαρτος διασπείρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ διάσπαρτος -η, -ο

✦ ο διασπαρμένος, ο σκορπισμένος εδώ κι εκεί: η επιταγή αυτή βρίσκεται διάσπαρτη στα ιερά βιβλία των Εβραίων (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.