διάπλους


διάπλους
Προφορά

Ετυμολογία
διάπλους αρχαία ελληνική διάπλους

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διάπλους

✦ ο πλους δια μέσου, διάπλευση: ο διάπλους του ειρηνικού – οι ξένες παραλίες κι οι διάπλοι σε πελάγη ξένα, όλα του ονείρου (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.