διάνοικτος


διάνοικτος
Προφορά

Ετυμολογία
διάνοικτος διανοίγω

Ερμηνεία
διάνοικτος

✦ κ. -χτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο ανοιγμένος διάπλατα, ορθάνοιχτος

Συνώνυμα
ολάνοικτος
Αντίθετα
κατάκλειστος, θεόκλειστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.