διάνοικτος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply διάνοικτοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/διάνοικτος.mp3Ετυμολογίαδιάνοικτος διανοίγω Ερμηνεία διάνοικτος ✦ κ. -χτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο ανοιγμένος διάπλατα, ορθάνοιχτος Συνώνυμαολάνοικτος Αντίθετακατάκλειστος, θεόκλειστοςΕπιρρήματα–