διάλειψη


διάλειψη
Προφορά

Ετυμολογία
διάλειψη αρχαία ελληνική διάλειψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διάλειψη

(ιατρ.) η κατά διαστήματα διακοπή της κανονικής λειτουργίας οργάνου: η καρδιά του παρουσιάζει διαλείψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.