διάδοχος


διάδοχος
Προφορά

Ετυμολογία
διάδοχος αρχαία ελληνική διάδοχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διάδοχος -η, -ο

✦ ο διαδεχόμενος άλλον: διάδοχη κατάσταση
✦ αρσεν. κ. θηλ. διάδοχος ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.