διάδοση
Προφορά
Ετυμολογία
διάδοση αρχαία ελληνική διάδοσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διάδοση
✦ μετάδοση, κοινολόγηση
✦ προπαγάνδιση, ανεπιβεβαίωτη φήμη: όσο τα πράγματα δεν πηγαίνανε καλά στο μέτωπο, τόσο οι διαδόσεις στο νοσοκομείο οργιάζανε (Διδώ Σωτηρίου)
✦ εξάπλωση: διάδοση της καλλιέργειας του καπνού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–