διάδημα
Προφορά
Ετυμολογία
διάδημα αρχαία ελληνική διάδημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διάδημα
✦ ταινία ή στεφάνι από πολύτιμα μέταλλα ή πετράδια, που φοριέται στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας: κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
στέμμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–