διάβημα
Προφορά
Ετυμολογία
διάβημα μεταγενέστερη ελληνική διάβημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διάβημα
✦ αποφασιστική ενέργεια προς αρμόδιες αρχές για σημαντικό ζήτημα: να κάνουμε αμέσως έντονα διαβήματα σ’ όλους τους αρμοδίους και να φτάσουμε ως τον πρωθυπουργό (Β. Μοσκόβης)
✦ φρ. απονενοημένο διάβημα, που γίνεται από απόγνωση, συν. η φρ. για την αυτοκτονία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–