δημόσιος


δημόσιος
Προφορά

Ετυμολογία
δημόσιος αρχαία ελληνική δημόσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δημόσιος -ια, -ιο

✦ ο του δήμου, του λαού: η δημόσια γνώμη
✦ που ανήκει στο κράτος ή παρέχεται από το κράτος: δημόσια περιουσία – δημόσια εκπαίδευση
✦ (ειδ.) που γίνεται μπροστά στο λαό: δημόσια συζήτηση
✦ κοινόχρηστος: δημόσιος χώρος
✦ το δημόσιο ως ουσ., το κράτος, η πολιτεία ως νομικό πρόσωπο
✦ η δημόσια (ενν. γυναίκα), η πόρνη
✦ φρ. δημόσιος άνδρας -ανήρ, ο πολιτικός και γεν. αυτός που ασκεί δημόσιο λειτούργημα – δημόσιος βίος, η πολιτική ζωή, οι παράγοντες και οι ενέργειες πολιτικών προσώπων και κομμάτων – δημόσια διοίκηση, α) η τεχνική της διοικήσεως στον κρατικό τομέα β) η διοικητική λειτουργία του σύγχρονου κράτους – δημόσια έργα, έργα κοινής ωφελείας που εκτελεί το κράτος αποσκοπώντας στην προώθηση της οικονομικής ευημερίας του – δημόσιες σχέσεις (μτφρ. του αμερικαν. public relations) το σύνολο των ενεργειών οργανισμού, επιχειρήσεως, ατόμου κυβερνήσεως κτλ. που αποσκοπούν στη δημιουργία ευνοϊκής εικόνας στην κοινή γνώμη – δημόσια τάξη, η προστασία της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης από αρμόδιες κρατικές αρχές – δημόσια υγεία, η προστασία και προφύλαξη της υγείας κοινωνικού συνόλου με τη λήψη και τήρηση κανόνων υγιεινής και την προληπτική ιατρική – δημόσιος κίνδυνος, η φρ. για πρόσ. ή οτιδήποτε άλλο απειλεί ομάδα ανθρώπων ή συγκεκριμένα πρόσωπα

Συνώνυμα
κοινός
Αντίθετα
ιδιωτικός
Επιρρήματα
δημόσια (Κ δημοσίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.